Πρωινό ξύπνημα από ένα ονειρικό πλάνο, σε μια άγνωστη θάλασσα. Στα βαθιά που δεν πάω πια. Να φοβάμαι. Και πιο πέρα, με άλλους άγνωστους, να νιώθει το φόβο μου από το πρώτο βλέμμα. Χωρίς ούτε μια λέξη, να έρχεται κοντά και να με αγκαλιάζει σφιχτά. Από βουτιά και οι δυο μας μάλλον. Βρεγμένα μαλλιά, βρεγμένα πρόσωπα με το αλάτι να σβήνει τη μυρωδιά του δέρματος Και να μη θυμάμαι τίποτα πιο έντονο από το μάγουλα μας κολλημένα σε μια ίδια αναπνοή όσο έτρεμα από φόβο ακόμα πως θα πνιγώ. Να μη θυμάμαι τίποτα πιο έντονο από τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς που μπερδεύτηκαν με τους δικούς μου, Να μη θυμάμαι τίποτα πιο έντονο από τη δύναμη των χεριών γύρω από τον λαιμό μου, που ήθελαν να με καθησυχάσουν. Να μη θυμάμαι τίποτα πιο έντονο από την απουσία του τέλους αυτής της αγκαλιάς που δεν ήξερα το νόημα της. Σαν να άκουσε τον φόβο που δεν είπα σε κανέναν. Σαν να ‘θελε μόνο να μου πει χωρίς λέξεις πως είναι εδώ. Αυτή ονειρική εικόνα έχει μέρες αμέτρητες που είναι κρυμμένη μέσα μου, και ξέρω πως τότε ήταν για μένα, για τον δικό μου φόβο, το φόβο ενός πνιγμού που δεν ήξερα πώς να αποφύγω. Αλλά σ αυτό το αφιλόξενο τώρα, αναρωτιέμαι… Μήπως φοβόσουν κι εσύ ;
0 Comments
Leave a Reply. |
Ζωγραφίζοντας
|