Μέρες βουβές. Νύχτες φλύαρες. Αριθμός άγνωστος. Ο χρόνος ακίνητος. Και το βάρος του κενού να πλακώνει την καρδιά. Η αγάπη κουράστηκε. Τόσο καιρό άγρυπνη να περιμένει εδώ, στον προθάλαμο του μηδενός τον πρώτο ήχο από το άνοιγμα της πόρτας, αυτόν τον ήχο σαν σφαίρα, σαν για έναρξη αγώνα ή για εκτέλεση. Γιατί δεν ξέρω αν πρόκειται πια για μια αρχή ή ένα τέλος. Κράτησε πολύ αυτή η αναμονή, αυτή η διαρκής παράταση του αύριο μέσα στην οποία παραμονεύει ένα ποτέ Και πια στέκομαι πάνω στο χαλί της ελευθερίας που πάντα ζήλευα. Σ’ αυτό το τώρα που είναι εύκολο να πάψω να μιλάω στην αγάπη τώρα που δύσκολα θυμάται και εύκολα μπορεί να ξεχάσει τώρα που κουράστηκε να πολεμάει τη νοσταλγία και το χρόνο. Τώρα που κουράστηκε πια από τους κανόνες που δεν είδα ποτέ αλλά πάντα τους νιώθω, σαν νάρκες πολέμου κρυμμένες ύπουλα να περιμένουν το λάθος Πως θα γνωριστούν πραγματικά οι άνθρωποι αν δεν πατάνε γραμμές αν δεν γκρεμίζουν τείχη αν δεν καταρρίπτουν δεδομένα αν δεν αλλάζουν επίπεδο? Μόνο αυτά είναι δρόμος όλα τα άλλα είναι ουτοπίες Κι έτσι μόνο αξίζει, πάνω σε νάρκες να πατάς να κινδυνεύεις στ’ αλήθεια πότε με κομμένο πόδι πότε με κομμένο χέρι πότε με καρδιά ματωμένη Τότε μόνο μιλάμε γι αλήθεια Η αγάπη κουράστηκε. Μα αν δοκιμάσω να την ξεκολλήσω από πάνω μου θα φύγει μαζί και το δέρμα. Θα αρχίσω να αιμορραγώ μέχρι θανάτου. Η αγάπη φοβάται όταν αλλάζει. Μα δε θέλω να φύγω. Δε θέλω να πάψω. Μη με αφήσεις να πάψω. Άσε με πάντα να σ αγαπώ.
0 Comments
Leave a Reply. |
Ζωγραφίζοντας
|