Και κοιτάζοντας πίσω, ένα ατέρμονο déjà vu αμφιβολίας για το αν η λάμψη ήταν αντικατοπτρισμός. Η λάμψη αυτή του αστερόκοκκου που καρφώθηκε στον ώμο μου και άστραψε στο σκοτάδι από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στον λαβύρινθο. Κι από τότε δωμάτια παντού με μισάνοιχτες πάντα πόρτες. Αν ήταν άλλος στη θέση μου, σκέφτομαι, θα χε φύγει πριν ακόμα τρελλαθεί. Θα χε βγει τρέχοντας έξω κρατώντας τα αυτιά του πριν κουφαθεί από την ένταση. Πριν καεί από τη φωτιά. Μα δεν άνηκα ποτέ στους δειλούς. Εγώ δεν θα γύριζα ποτέ πίσω. Εγώ πάντα έτρεχα προς τον ήλιο και προτιμούσα να καώ στη λάβα του. Όχι από αυτοθυσία, αλλά μάλλον γιατί πίστευα ότι μόνο έτσι ζει κανείς αληθινά. Αν είναι να πεθάνω, θα πεθάνω πολεμώντας, σκεφτόμουν πάντα. Γιατί ποιος ξέφυγε ποτέ από τον μοναδικό προορισμό του? Ακόμα κι αν κάποτε φτάνεις εκεί, στην άκρη της άκρης, με τις πέτρες να κατρακυλάνε σε κάθε στραβοπάτημα και να ζαλίζεσαι από το βάθος που περιμένει να σε καταπιεί. Εκεί, να κοιτάζεις το κενό και να λες και τώρα ζήσε το. Και τώρα άνοιξε τα χέρια κι ίσως βγουν φτερά κι ίσως πετάξεις ή χαθείς κι ίσως να είναι γκρεμός ίσως να είναι θάλασσα. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να ναι η ζωή παρά ένα ρίσκο, μακριά απ το θάνατο που ανασαίνεις στο κελί της ασφάλειας?
Τόσο γενναία νόμιζα ότι ήμουν. Μα αυτό το ρίσκο ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση. Γιατί όλα τα πριν που νόμιζα για τόλμη ήταν ένα τίποτα. Χαμένο αίμα από ανοιχτά τραύματα και ποτέ μια αληθινή μάχη. Ποτέ μια αληθινή βουτιά στο κενό. Μόνο μια ματιά από ψηλά με χαμόγελο ειρωνικό. "Έτοιμη" να λέει η καρδιά κι ύστερα πάντα να φεύγει, πριν κάνει ούτε ένα βήμα πιο πέρα απ' όσο άντεχε. Ίσως γιατί είχε αντέξει ήδη πάρα πολλά. Νόμιζα μα δεν ήμουν γενναία. Γιατί μόνο οι γενναίοι αγαπούν. Οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα. Κι αν είναι να πεθάνεις, καλύτερα να πεθάνεις πολεμώντας αληθινά. Τουλάχιστον θα έχεις αληθινά ζήσει...
0 Comments
Leave a Reply. |
Ζωγραφίζοντας
|