Κι αν έπρεπε τώρα να τρέξω να σωθώ.. τι θα σκεφτόμουν να πάρω μαζί μου; Τι απ όλο αυτό που έχτισα με όλη μου τη ζωή? Τι απ όλο μου το παρελθόν να διαλέξω μέσα σε ένα λεπτό; Τι απ όσα πιο πολύ αγαπάω να αρπάξω πριν έρθει η φωτιά; Τι από όλα όσα έφτιαξα με τόσο κόπο, όλα όσα είναι δικά μου; Το σπίτι θα καεί. Πρέπει να διαλέξω. Τον Simon να πάρω… Είναι πολύ μεγάλο σκυλάκι και δεν βλέπει πια. Δεν θα ξέρει καν που να τρέξει να σωθεί. Να τον πάρω γρήγορα στην αγκαλιά μου ή καλύτερα σε μια τσάντα στην πλάτη. Όχι, δεν προλαβαίνω να τρέξω στην αυλή. Οι καπνοί με πνίγουν, νιώθω ήδη να καίγομαι. Το πάτωμα καίει, οι τοίχοι δεν αγγίζονται. Θα καεί το σπίτι, δεν θα έχω πια σπίτι. Τη γιαγιά έστω, να πάρω τη γιαγιά. Δεν μπορεί να περπατήσει. Πώς να τη σηκώσω; Πρέπει να φύγουμε γρήγορα. Η φωτιά πλησιάζει. Δεν προλαβαίνω. Πνίγομαι. Δεν μπορώ να την αφήσω, είναι ό,τι αγαπάω πιο πολύ. Πώς να την αφήσω. Η φωτιά πλησιάζει. Πρέπει να διαλέξω. Ή τον θάνατο ή τη ζωή. Ποια ζωή; Πως θα συνεχίζω να αναπνέω με το βάρος ότι την άφησα πίσω μου να καεί; Θα καταλάβει. Μα δεν με νοιάζει αν καταλάβει. Δεν με νοιάζει αν συγχωρήσει. Με νοιάζει ότι εγώ η ίδια δεν θα μπορώ να συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου.
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Πνίγομαι. Η φωτιά πλησιάζει. Δεν θα μας σώσει κανείς. Δεν μπορεί να περπατήσει. Χρόνια κατάκοιτη σ αυτό το κρεβάτι, να στερείται τα πάντα. Δεν μπορεί να έρθει μαζί μου. Πρέπει να διαλέξω. Να πεθάνω μαζί της; Να την αφήσω να πεθάνει? Ποιος να είναι πιο θαρραλέος τελικά; Αυτός που αυτοθυσιάζεται από αγάπη για τους ανθρώπους του ή αυτός που διαλέγει να ζήσει αφήνοντας τους πίσω; Είναι το πιο βαρύ δίλημμα. Δεν μπορώ να το πάρω. Δεν μπορώ να διαλέξω. Καίγομαι. Πνίγομαι. Είμαι τυχερή εγώ μπορώ να περπατήσω. Εσύ δεν μπορείς όμως πια. Είσαι άτυχη. Καταδικάζεσαι επειδή δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου. Όχι δεν το δέχομαι. Σ αγαπάω γιαγιά. Σ αγαπάω όσο κανέναν. Δεν σ αφήνω γιαγιά. Έφτασε η φωτιά στην πόρτα, μα δεν σ αφήνω. Θα σ αγκαλιάσω σφιχτά και θα πεθάνουμε μαζί. Ξέρω ότι θέλεις να σωθώ μα δεν ακούω τι μου λες. Δεν φεύγω. Όμως καίγομαι. Θέλω να ζήσω. Δεν φεύγω. Όμως θέλω να ζήσω. Ποιος νίκησε αυτό το δίλλημα; Ποιος διάλεξε σωστά; Ποιος πρόδωσε αυτούς που τον περίμεναν διαλέγοντας να πεθάνει; Ποιος βρήκε το θάρρος να διαλέξει έναν τόσο φρικτό θάνατο; Και ποιος κοιμάται ήσυχος με την ανάμνηση του τελευταίου βλέμματος αυτού που άφησε πίσω? Της φωνής του να ουρλιάζει απ τη φωτιά και να τον φωνάζει να γυρίσει πίσω; Τα πόδια μου καίγονται. Αν δεν τρέξω πιο γρήγορα θα πεθάνω. Ακούω φωνές να λένε βοήθεια. Να σταματήσω; Δεν προλαβαίνω να ρίξω πίσω μου ούτε μια ματιά. Αν σταματήσω ακόμα και γι αυτή τη ματιά μπορεί να πεθάνω. Δεν προλαβαίνω να βοηθήσω κανέναν. Δεν θα βοηθήσω κανέναν. Τρέχω να σώσω μόνο τον ίδιο μου τον εαυτό, ακόμα κι αν όλοι ζητάνε βοήθεια. Κι εγώ μπορεί να φώναζα βοήθεια. Κι εγώ μπορεί να προσευχόμουν κάποιος να γυρίσει και να με βοηθήσει. Κάποιος να με σώσει. Αλλά δεν είμαι από αυτούς που ζητάνε βοήθεια. Και δεν μπορώ να τη δώσω. Μπορώ μόνο να τρέχω προς τη θάλασσα πριν καώ. Αν τη βρω… Γιαγιά; Γιαγιά που είσαι; Πως βρέθηκα στη θάλασσα; Πως έλυσα το δίλημμα? Πώς να αναπνεύσω; Πνίγομαι. Κοιτάζω τα χέρια μου και είναι άδεια. Δεν πρόλαβα να πάρω μαζί μου τίποτα και κανέναν. Δεν έχω σπίτι. Δεν έχω τίποτα. Δεν έχω πια το σκυλάκι μου. Δεν έχω τη γιαγιά μου. Δεν πρόλαβα να σώσω τίποτα. Τίποτα άλλο απ τον ίδιο μου τον εαυτό. Την ίδια μου την ψυχή. Ίσως μόνο με αυτή καταφέρω να ξαναγεννηθώ από τις στάχτες μου..... Μόνο που τώρα δεν ξέρω από ποιον να πρωτοζητήσω συγγνώμη που ζω. Μάτι 23 Ιουλίου 2018 Αν ήμουν εκεί.
0 Comments
Leave a Reply. |
Ζωγραφίζοντας
|